- ἀνακλίνομεν
- ἀνακλί̱νομεν , ἀνακλίνωleanaor subj act 1st pl (epic)ἀνακλί̱νομεν , ἀνακλίνωleanpres ind act 1st plἀνακλί̱νομεν , ἀνακλίνωleanimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.